Ονειρεύτηκα πως ήμουν παγάκι.

Να με παίζουν στα χείλη τους τα βράδια οι μεθυσμένοι/
κερνώντας/
με χαριστικές βολές/
το κουρασμένο τους συκώτι/
να αφουγκράζομαι τα πιο μελανά τους μύχια.
Να απαλύνω τα σημάδια της εξουσίας/
στο μέτωπο αγριεμένων πιτσιρικάδων/
όταν η επίπονη επαφή με το γκλόμπ/
προσπαθεί να σωπάσει το βραχνιασμένο τους “αγαμίσου”/
την ώρα που στα στενοσόκακα/
ο έμπορας θησαυρίζει μεταπουλώντας ψυχές.

Να σκληραίνω τις θηλές/
διψασμένων κοριτσιών/
που παραδίνονται σε εφήμερες μεταμεσονύκτιες υποσχέσεις/
και να γίνομαι ένα/
με το εκστασιασμένο χτυποκάρδι τους/
την ώρα που η κυριά του κάτω ορόφου/
χτυπάει με μανία το σκουπόξυλο στο σοβά του ταβανιού.

Να λιώνω γρήγορα.
Ν’αντέχω λίγο.
Μα να ζω πολλά.
Παρά να φλερτάρω
την ψαρίλα των ωμέγα τρία
στην τιγκαρισμένη σας κατάψυξη.