Δεν προλάβαμε να κρύψουμε τα κουβαδάκια μας κι έπεσες σαν κομήτης στα νιάτα μας σκοτεινέ, καταραμένε ποιητή της Νύχτας.
Ήρθες και μας κατέβασες εκεί που μόνο εσύ μπορούσες.
Στα πιο βαθιά σου σκοτάδια.
Στα πιο μύχια ένστικτά μας.
Εκεί που ο πόνος, η ματαιότητα και η απώλεια,
φωλιάζουν στην πιο ακατέργαστη μορφή τους.
Στα Απύθμενα.

Έδωσες νόημα στην κάθε γουλιά εφηβικό αλκοόλ που κατεβάσαμε,
στην κάθε τζούρα καπνό που ζωγράφισε σταχτιά, τα νεανικά μας πνευμόνια..

«Κλάψαμε με στίχους που γραφτήκαν για τις πτώσεις».

Ξεπλύναμε της ψυχής τα δύσβατα. Τα στοιχειά μας.
Τα πήρες και μας τα πέταξες στα μούτρα. Στα μούτρα ρε φίλε..
Αγαπήσαμε το φόβο μας,τον κάναμε όπλο.
Πάψαμε να του γυρνάμε την πλάτη.

Πάντρεψες όμως τόσο όμορφα και αγνά τη Φθορά με το Φως,
το Σκοτάδι με τη Ζωή,
που σε ερωτεύτηκε το Έρεβος και θέλησε να σε κάνει δικό του.

Μα δεν τα κατάφερε, Θάνο.

Σήμερα ο αέρας, ψιθυρίζει στιχάκια σου.
Δε σε νίκησε το σκοτάδι, μαύρε άγγελε.
Δεν υπήρξαμε μόνο στα όνειρα μας, και όχι, δε θα κλάψουν μόνο στο χωριό..
Υπήρξαμε εδώ μαζί, μια ζωή, ένα Φως.
Και στη μέση το πιο όμορφο, το πιο Διάφανο κρίνο.
Τόσο διάφανο, που είδαμε μέσα από τα σκούρα του ρούχα.

Και αντικρίσαμε μόνο πόνο και φως.
Ο πόνος έφυγε..

«Γίνε φωτιά κι όρμησε προς την ανηφοριά!»

Ζούμε όση ζωή θελήσουμε να ζήσουμε!
Είμαστε τα Διάφανα Κρίνα!