Άνοιξε η πόρτα και άκουσε ξανά αυτό τον ήχο.
Αυτές τις πέτσινες μπότες που όλο και πλησίαζαν το δωμάτιο.
Τον μισούσε αυτόν τον ήχο.
Τον μισούσε.
Πρώτη στάση. Το δωμάτιο του μικρού.
Κάθε που γύριζε από το μπάρκο.
Πόσο ξύλο κάθε φορά..

«Επειδή αντιμιλάς!»

Τις έτρωγε στα μούτρα από επιλογή, γιατί μια φορά που γύρισε, κάτι ξύλινο έσπασε πάνω του.
Δεν το θυμάται καλά γιατί σωριάστηκε.
Οι παλάμες σκίζαν τον αέρα και κατέληγαν στα παιδικά του μάγουλα σα βόμβες.
«Αυτό που σου λέω εγω!»

Επόμενη στάση.
Η μαμά.

Εκείνο το γαμημένο εκατοστό που άφηνε κενό η πόρτα με το κάσωμα..
Λες και ήταν επίτηδες για να μπαίνει σε πειρασμό να βλέπει τη μάνα του να τις τρώει.
Όλη η μανία της θάλασσας και του γερο-μαλάκα πάνω της.
Και πως να μην κοιτάξει άλλωστε.
Τόσο ουρλιαχτό…

Και τα ουρλιαχτά έπαψαν. Έπαψαν. Δεν το άντεξε η μαμά.
Κάτι παθολογικό, κάτι στην καρδιά είπαν.
Ποια καρδιά…

Έμεινε να τον προσέχει η γιαγιά για χρόνια.
Σκάλιζε λέξεις στο ξύλο του κρεβατιού με κείνο το κυρτό κρητικό μαχαίρι που του είχε φέρει «δώρο» από ένα ταξίδι.

«Είμαι μαχαίρι κρητικό όπλο τιμής κι ανδρείας
μα πάνω απ’όλα ενθύμιο παντοτινής φιλίας».

Άνοιξε η πόρτα και άκουσε ξανά αυτό τον ήχο.
Αυτές τις πέτσινες μπότες που όλο και πλησίαζαν το δωμάτιο.
Τον μισούσε αυτόν τον ήχο.
Πρώτη στάση. Το δωμάτιο του μικρού.
Πιο έντονες οι μπάτσες -Δεν είσαι πια μικρό παιδί..
Με μια αυθόρμητη κίνηση πάνω στο μπούγιο το «ενθύμιο φιλίας» καρφώνεται κάτω από τα πλευρά, εκεί δίπλα στο συκώτι.
Πιασάρικη κίνηση – Φυλακόβια – Την είχε ξεπατικώσει από μια γαμάτη σκηνή στο American History X.

Δεν θα ακούσει ξανά αυτές τις σάπιες μπότες.

Και τι όμορφη αυτή η λιμνούλα από φρέσκο, θαλασσοδαρμένο αίμα.
Έφτιαξε ένα καραβάκι από χαρτί και το άφησε στη λιμνούλα.
Στην πλώρη αχνοφαινόταν το όνομα δoσμένο από χρόνια.

«Δικαιοσύνη»

Φόρεσε το πιο καλό του χαμόγελο και βγήκε για καφέ.